20/1/17

Το ψεύδος τιμωρείται - Ένα εξαιρετικό άρθρο του Εφέτη Νικόλαου Σταυριανίδη

ΤΟ ΨΕΥΔΟΣ ΤΙΜΩΡΕΙΤΑΙ
ή:
Περί του ότι η προστασία της αληθείας και της εντιμότητος στις διανθρώπινες σχέσεις, και στην οικονομική, πολιτική και πνευματική ζωή, είναι απολύτως αναγκαία για την διασφάλιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας έναντι του ψεύδους και της εξαπατήσεως, καθώς και εν γένει έναντι της καταχρήσεως της ελευθερίας εκφράσεως, με την οποία κατάχρηση επιδιώκεται, δυστυχώς σήμερα περισσότερο παρά ποτέ,
η εκμετάλλευσις του ανθρώπου από τον παληάνθρωπο. 
Άρθρο του 2006, του Νικολάου Σταυριανίδη, Προέδρου Πρωτοδικών Διοικητικών Δικαστηρίων, καί ήδη Εφέτου Διοικητικών Δικαστηρίων 
Το περιεχόμενο του ως άνω υποτίτλου θα εύρη σύμφωνον, πιστεύομε, κάθε καλόπιστον νομικόν.
Το κατωτέρω κείμενο δίδεται στην δημοσιότητα με την ελπίδα ότι αυτό, παρά τις όποιες ελλείψεις ή και σφάλματα (αφού ο γράφων δεν είναι ειδήμων του ποινικού δικαίου), μπορεί να χρησιμεύσει ως βάση για περαιτέρω σκέψεις, αντλούμενες από τον ανεξάντλητο κλασσικό νομικό πολιτισμό μας.
Σκέψεις τόσον για την ερμηνεία ισχυόντων κανόνων δικαίου, συνταγματικών, ποινικών, διοικητικών, όσο και για τον νομοθέτη, εάν ο τελευταίος θελήση να αυξήση ουσιαστικά τις εγγυήσεις της δημοκρατίας στην επικοινωνία, και της αξιοπιστίας στην οικονομική, πολιτική και πνευματική ζωή του τόπου. Εκεί όπου δε τιμωρείται το ψεύδος, αποκτούν ισχύ οι απατεώνες και οι κλέφτες. Εν τέλει, θα  εξαπατούν και θα κλέπτουν νομιμοφανώς. 
Πρόκειται λοιπόν για ορισμένες σκέψεις οι οποίες διατυπώνονται ως διατάξεις δήθεν ποινικού δικαίου και δήθεν «de lege ferenda».  Εν τούτοις, στον βαθμό που δεν έχει ορισθή άλλως κατά συνταγματικώς επιτρεπτό τρόπο, ισχύουν οι κάτωθι απαγορεύσεις ακόμη και de lege lata, ως αποδίδουσες χρηστά ήθη της κοινωνίας μας. Δεν ισχύουν όμως de lege lata οι «κυρώσεις» που εκτίθενται κατωτέρω, αφού αυτές τέθηκαν προκειμένου να υπογραμμισθή η απαξία των συμπεριφορών.
Ο καθένας δύναται να υποθέση ότι εάν ίσχυαν τέτοιες διατάξεις σε μία σύγχρονη χώρα, η δυναμική τους θα ήταν «καταλυτική» με την πλέον δημιουργική έννοια του όρου. Δυναμική «καταλυτική» χάριν της ζυμώσεως και της καλλιτερεύσεως, όχι της ποιότητος «ζωής» απλώς, αλλά της ποιότητος επικοινωνίας, δημοκρατίας και κοινωνίας μας, που διέρχονται – όλοι το βλέπουμε – μία βαθύτατη κρίση. Το εγχείρημα υπερβαίνει κατά πολύ τα μέτρα του γράφοντος. Άς λειτουργήση λοιπόν το κείμενο αυτό ως ένα είδος δείκτου, και θα είναι ευπρόσδεκτη κάθε επισήμανση για βελτιώσεις.
Τέλος, αν κάποιος με νομοθετική εξουσία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό θελήση να λάβη υπ’όψιν του τα κατωτέρω,  ας μην λησμονήση παρακαλώ την σημασία της ακροτελευτείου «δικλείδος ασφαλείας», διότι αυτή λειτουργεί ως αλεξικέραυνο, με το οποίο αποκρούεται πραγματικώς κάθε κατηγορία, ότι με ένα τέτοιο νομοθέτημα ή με την συγκεκριμένη εφαρμογή του κινδυνεύει τάχα η ελευθερία εκφράσεως. 

1. Ο εν γνώσει του παριστών αληθή γεγονότα ως ψευδή, ή ανύπαρκτα γεγονότα ως υπαρκτά,  τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τριών μηνών έως δύο ετών.

2. Ο εν γνώσει του παριστών δημοσίως αληθή γεγονότα ως ψευδή, ή ανύπαρκτα γεγονότα ως υπαρκτά,  τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως έξι μηνών έως τριών ετών.

3. Στις ανωτέρω ποινές, αναλόγως του εάν η υπόσχεσις εδόθη κατ’ ιδίαν ή δημοσίως, υπόκειται και ο υποσχεθείς - είτε από θέσεως ισχύος, είτε ελευθέρως, εν επιγνώσει των περιστάσεων και άνευ ανάγκης του ή αδυναμίας του - πράξη ή παράλειψη, την οποία εν τέλει, αντιστοίχως δεν πράττει ή δεν παραλείπει, εκ λόγων οφειλομένων στην βούλησή του ή στις περιστάσεις που εξαρτώνται από αυτόν. Ποινή δεν επιβάλλεται, εάν η παράλειψις διενεργείας της υποσχεθείσης πράξεως ή η διενέργεια πράξεως για την οποία είχε αναληφθή υποχρέωσις παραλείψεως, οφείλεται εις ανωτέρα βία ή εις βούληση ετέρου προσώπου με ισχύ κατά πολύ ανωτέρα της του υποσχεθέντος. Για την ποινική δίωξη στις περιπτώσεις του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής, απαιτείται έγκλησις από τον παθόντα ή, εάν αυτός τελεί σε σχέση υλικής ή ηθικής εξαρτήσεως από τον δράστη, από συγγενή του παθόντος μέχρι τετάρτου βαθμού ή από σωματείο που επιδιώκει από πέντε και πλέον έτη σκοπό σχετικό με την υπόσχεση ή την μη εκπλήρωσή της. Εάν η παράβασις προσέβαλε το δημόσιο συμφέρον η ποινική δίωξις ασκείται αυτεπαγγέλτως και συνεπάγεται και στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων επί τρία έτη, εάν αφορά δε εις πολιτικό πρόσωπο, η δίωξις δεν ασκείται και ασκηθείσα  αναστέλλεται καθ’ όσον χρόνον αυτό ασκεί δημόσια καθήκοντα αιρετού άρχοντος αλλά όχι πέραν της τετραετίας. 
Για ψεύδος κατά τις διαπραγματεύσεις, ή για πρόκληση ψευδών εντυπώσεων από πράξη ή παράλειψη κατά τις διαπραγματεύσεις, οφείλεται και εύλογη αποζημίωσις, τουλάχιστον ίση προς το ήμισυ της αξίας της υπό διαπραγμάτευσιν συναλλαγής. Τούτο, ακόμη και μετά την κατάρτιση της δικαιοπραξίας η οποία εστηρίχθη κατά την αντικειμενική κρίση μέσου αγαθού ανδρός εις το εν λόγω ψεύδος ή εις τις εν λόγω ψευδείς εντυπώσεις.  Ταύτα δε, ακόμη και προκειμένου περί διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση δικαιοπραξίας υπό άλλου, ή για την μη κατάρτιση συμβάσεως μεταξύ τινός των διαπραγματευομένων και τρίτου ή τρίτων.
Η αποζημίωσις οφείλεται από εκείνον ο οποίος είτε με ψεύδος, είτε με την όλη συμπεριφορά του, είτε εν γένει με πράξη ή παράλειψή του, εδημιούργησε κατά τις εν λόγω διαπραγματεύσεις εις τον άλλον την εσφαλμένη εντύπωση, και δικαιούχος είναι ο εκ της μη καρτίσεως της τοιαύτης δικαιοπραξίας βλαπτόμενος ή ο εκ της καταρτίσεως της τοιαύτης συμβάσεως δεσμευθείς, πέραν του ότι ο τελευταίος δικαιούται να υπαναχωρήση της συμβάσεως κατά τις περί πλάνης ή απάτης ή αντιστροφής της πωλήσεως διατάξεις. Η απόδειξις στις περιπτώσεις της παραγράφου αυτής, διεξάγεται μόνο με έγγραφα στοιχεία και όχι με μάρτυρες, πλην εάν υπάρχη εις εκείνον εις βάρος του οποίου προεκλήθησαν οι ψευδείς εντυπώσεις, επαγγελματική απειρία ή κουφότητα ή αδυναμία στην αγορά (συνεταιριστική οργάνωση, μικρέμποροι, τεχνίτες αμοιβόμενοι για προσωπική εργασία κ.ο.κ.), οπότε επιτρέπεται και η εμμάρτυρος απόδειξις.  

4. Ο εν γνώσει του ψευδώς διαδίδων ότι ιστορικό γεγονός δεν συνέβη, ή ότι συνέβη ιστορικό γεγονός το οποίο δεν συνέβη πράγματι, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως. Εάν η παράβασις τελέσθηκε και με σκοπό το κέρδος, ή την προσβολή της μνήμης συγκεκριμένου ιστορικού προσώπου, ή με σκοπό την προπαγάνδα υπέρ ορισμένου πολιτικού κόμματος ή υπέρ ορισμένης πολιτικής  ιδεολογίας, ή με σκοπό την προπαγάνδα υπέρ ορισμένου έθνους, ή υπέρ ορισμένης θρησκείας ή αιρέσεως αυτής, ή υπέρ ορισμένης σέκτας, επιβάλλεται και χρηματική ποινή από 1.000 μέχρι 50.000 ευρώ.

5. Ο διά της τηλεοράσεως ή διά ταινιών ή διά του ραδιοφώνου διαδίδων καθ’ οιονδήποτε τρόπο εις το κοινό, εξ αμελείας, ψευδή αντίληψη περί της ιστορικής αληθείας, με ηθελημένη παραποίηση ή κακόβουλη παρερμηνεία συγκεκριμένων αδιαμφισβήτητων ιστορικών δεδομένων, ή με ηθελημένως παραπλανητική και προπαγανδιστική παρουσίαση ιστορικών προσωπικοτήτων, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο μηνών και με χρηματική ποινή από 1.000 μέχρι 100.000 ευρώ. Η σχετική ποινική δίωξις ασκείται, ακόμη και αν ο δημιουργός της εκπομπής κατοικεί στην αλλοδαπή, και αυτή δεν προεβλήθη ούτε εξεπέμφθη στην Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι αυτή η εκπομπή αφορά εις την ιστορία του Ελληνικού έθνους ή της Ορθοδοξίας, οπότε η ποινική δίωξις ασκείται υποχρεωτικώς στην περίπτωση υποβολής σχετικής μηνύσεως ή εγκλήσεως, η προθεσμία για τις οποίες είναι ετησία από την τελευταία ως άνω εκπομπή, ζωνταντή ή σε επανάλειψη.

6. Ο διά της τηλεοράσεως ή διά ταινιών ή διά του ραδιοφώνου ή διά περιοδικού ή βιβλίου  διαδίδων καθ’ οιονδήποτε τρόπο εις το κοινό, εκ προθέσεως, ότι η πονηρία ή η κακία θριαμβεύει έναντι της καλωσύνης, ή ότι η κακία ανταμείβεται από τον Θεό ή από την τύχη, ή ότι οι ασκούντες πολιτική ή θρησκευτική εξουσία σε μία χώρα ή σε τμήμα του λαού έπραξαν ή πράττουν πάντα το καλό ή πάντα το κακό (πολιτική ή θρησκευτική προπαγάνδα), τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή από 3.000 μέχρι 150.000 ευρώ.

7. Εάν εις κάποια από τις ανωτέρω παραβάσεις υπέπεσε πρόσωπο το οποίον ως εκ της ιδιότητός του έχει ιδιαίτερο καθήκον αληθείας, όπως δημοσιογράφος, ή ρεπόρτερ, ή παρουσιαστής μέσων ενημερώσεως, ή δημόσιος υπάλληλος, ή δικαστικός λειτουργός ή αιρετός άρχων ή πολιτικός, ή εν γένει πρόσωπο στο οποίο έχουν ανατεθή δημόσια καθήκοντα, ή καθήκοντα ασκήσεως ιδιωτικής εξουσίας επί άλλων, και κάποια από τις  ως άνω παραβάσεις τελέσθηκε από αυτόν ή και με αυτόν, κατά την επιτέλεση των εν λόγω καθηκόντων του, ή επ’ευκαιρία της ασκήσεως των εν λόγω καθηκόντων του,  επιβάλλεται και μέχρι πενταετής στέρησις των πολιτικών δικαιωμάτων αυτού καθώς και υποχρεωτική ισόχρονη αποχή του από δημόσιο λόγο διά τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Σε περίπτωση παραβιάσεως από αυτόν της απαγορεύσεως συμμετοχής του στον δημόσιο λόγο διά τηλεοράσεως ή ραδιοφώνου, καθώς και εις όποιον συμμετέχει σε αυτήν την παραβίαση της απαγορεύσεως, ή καίτοι γνωρίζει την απαγόρευση αυτήν, παραβαίνει αυτήν εν αγνοία ή εναντίον της βουλήσεως του προς όν η απαγόρευσις αύτη, επιβάλλεται ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δέκα μηνών και στέρησις πολιτικών δικαιωμάτων επί τρία έτη.

8. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, η δίωξις ασκείται μόνον εάν προκύπτουν απτές αποδείξεις  περί των υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου και ποτέ επί τη μόνη συνδρομή της αντικειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος και απλών ενδείξεων περί των υποκειμενικών στοιχείων του αδίκου. Απτές αποδείξεις συμπεριφορών σχετικές προς τα υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου, ή γεγονότων ή καταστάσεων που συναρτώνται προς τέτοιες συμπεριφορές, αποτελούν τουλάχιστον δύο δημόσια ή ιδιωτικά έγγραφα ή τουλάχιστον τρεις μαρτυρικές καταθέσεις, που δεν αντικρούονται επαρκώς από αντίθετα στοιχεία.

9. Ο συμβουλεύων πράγματα επιβλαβή εις άλλον ή εις το κοινό, εάν μεν τελεί εν δόλω περί του κινδύνου βλάβης του άλλου ή των άλλων, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή από 3.000 έως 300.000 χιλιάδες ευρώ, εάν δε εξ αμελείας του τελεί εις άγνοια του κινδύνου από την συμβουλή του, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών και με χρηματική ποινή από 500 έως 50.000 ευρώ.

10. Ο προσβάλλων την τιμή άλλου διά λόγων, δεν τιμωρείται εάν έπραξε τούτο, λέγων καθ’ όσον δύναται την αλήθεια περί του προσβαλλομένου, είτε λόγω αρμοδιότητος στα πλαίσια ασκήσεως δημοσίας εξουσίας, είτε εξ ιδιαιτέρου ηθικού καθήκοντος έναντι του έθνους ή της κοινωνίας, είτε αποκλειστικώς στο μέτρο το αναγκαίο για να νύξη την συνείδηση άλλου ή άλλων σε θέματα αληθείας ή δικαιοσύνης, είτε για την προστασία προσβληθείσης αδίκως τιμής τρίτου ή τεθνεώτος ή ιστορικού προσώπου, είτε για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας την οποία ο προσβαλλόμενος παρεποίησε εν γνώσει του ή ελαφρά τη καρδία.

11. Πας ο αμέσως ή εμμέσως επικαλούμενος την ελευθερία εκφράσεως αυτού ή άλλων, για να προσβάλη δημοσία με ψεύδη την αναλήθεια των οποίων γνωρίζει, ή με εκτιμήσεις το κακόβουλον των οποίων συνάγεται από συγκεκριμένους λόγους ή πράξεις του που αντιφάσκουν σαφώς και αμέσως προς τις εκτιμήσεις αυτές, την προσωπικότητα άλλου ή την ιστορική αλήθεια όπως αυτή προκύπτει από αποδεδειγμένα στοιχεία, τιμωρείται με χρηματική ποινή από 1.000 έως 200.000 ευρώ και με τριετή στέρηση τόσον των πολιτικών δικαιωμάτων του όσον και της δυνατότητος συμμετοχής του στον δημόσιο λόγο, κατά ανάλογον εφαρμογήν όσων ορίζονται ανωτέρω στην παράγραφο 7. Στις αυτές ποινές υπόκειται και εκείνος που επικαλείται την ελευθερία εκφράσεως άλλου για να τον υποστηρίξη στην ως άνω δημοσία προσβολή με ψεύδη της προσωπικότητος άλλου ή της ιστορικής αλήθειας όπως αυτή προκύπτει από αποδεδειγμένα στοιχεία.

12. Ο από σπίτι σε σπίτι κατά σύστημα προωθών ιδέες ή γνώμες, έστω και αν πράττη τούτο ανιδιοτελώς, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως εάν δεν πράττει τούτο αποκλειστικώς ιδίω ονόματι αλλά για λογαριασμό σέκτας. Εάν πράττει τούτο για λογαριασμό θρησκείας, τιμωρείται ομοίως, εάν πρόκειται για μη γνωστή θρησκεία, δηλαδή για θρησκεία που έχει κρυφά δόγματα, ή κρυφή διδασκαλία ή κρυφές πρακτικές,  ή για θρησκεία που αντιβαίνει κατά τα δόγματα ή κατά τις πρακτικές της ή κατά την διδασκαλία της, στα χρηστά ήθη του χριστιανικού πολιτισμού ή για θρησκεία που προβάλλει ψευδώς ότι δεν είναι θρησκεία. Στις ανωτέρω περιπτώσεις, τιμωρείται μόνο ο ηθικός αυτουργός, στην περίπτωση που ο δράστης κατονομάσει αυτόν και ο τελευταίος διωχθή ποινικώς.
Με ποινή φυλακίσεως μέχρι δύο ετών τιμωρείται και ο κατ’επάγγελμα, από σπίτι σε σπίτι προωθών ιδέες ή γνώμες ή προϊόντα ή υπηρεσίες, εφ’όσον αυτός τελεί εν γνώσει του ότι το αντίτιμο ή η αμοιβή που αξιώνει για αυτά, υπερβαίνει προδήλως την εις την αγορά αξία αυτών.  Με ποινή φυλακίσεως τιμωρείται ο ηθικός αυτουργός των πράξεων αυτών. Της ποινής δύναται να απαλλαγή ο δράστης παρά του δικαστηρίου, εφ’όσον κατονομάσει τον ηθικό αυτουργό και ο τελευταίος καταδικασθή. 

13. Ο διδάσκων ή προβάλλων, ψευδώς εν γνώσει του, ότι σέκτα ή μη γνωστή θρησκεία είναι γνωστή θρησκεία, ή ότι θρησκεία που αντιβαίνει κατά τα δόγματα ή κατά τις πρακτικές της ή κατά την διδασκαλία της, στα χρηστά ήθη του χριστιανικού πολιτισμού, είναι θρησκεία που δεν  αντιβαίνει στα χρηστά ήθη, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως. Εάν είναι ηγετικό στέλεχος τέτοιας σέκτας ή θρησκείας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον ενός έτους.

14. Ο προβάλλων ότι σέκτα ή μη γνωστή θρησκεία ή θρησκεία που αντιβαίνει κατά τα δόγματα ή κατά τις πρακτικές της ή κατά την διδασκαλία της, στα χρηστά ήθη του χριστιανικού πολιτισμού, είναι αποκλειστικώς οργανισμός που δεν έχει θρησκευτικό χαρακτήρα, όπως κερδοσκοπική εταιρεία ή μη κερδοσκοπικός φορέας ή πολιτικό κόμμα, εάν μεν πράττει τούτο εν γνώσει του ψεύδους ή της ανακριβείας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή από 1.000 έως και 100.000 ευρώ, εάν δε πράττει τούτο τελών εν εντίμω αγνοία του ψεύδους, τιμωρείται με χρηματική ποινή από 500 έως 5.000 ευρώ. Σε περίπτωση υποτροπής το ύψος των χρηματικών ποινών αυτών διπλασιάζεται.

15. Ο διά των μέσων μαζικής επικοινωνίας συστηματικώς επιχειρών την μεταβολήν της θρησκευτικής πίστεως των αναγνωστών ή ακροατών ή θεατών, με τρόπο που προδίδει ουσιαστική αδιαφορία για το αληθές περιεχόμενο της υφισταμένης θρησκευτικής πίστεως την οποία επιχειρεί να μεταβάλη, ή ειρωνευόμενος ή σαρκάζων την θρησκευτική πίστη αυτήν, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή από 1.000 έως και  100.000 ευρώ. Με την ιδία ποινή τιμωρείται όποιος περιπαίζει θρησκευτικά σύμβολα εις μέσο μαζικής ενημερώσεως, ή με σκοπό το κέρδος ή άλλον ιδιοτελή σκοπό, εφ’όσον η πράξη του δεν τιμωρείται με μεγαλύτερη ποινή από άλλη διάταξη.

16. Τιμωρείται ομοίως με ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή από 1.000 έως και  100.000 ευρώ, και ο επιχειρών δολίως την διείσδυση στην θρησκευτική ή φιλοσοφική πίστη ετέρου, του δόλου συνισταμένου εις πράξεις ή παραλείψεις διά των οποίων επιχειρείται, ή και επιτυγχάνεται, η ηθελημένη θρησκευτική ή παραθρησκευτική παραπλάνησις του άλλου ως προς τα δόγματα ή τις πρακτικές που μέχρι τώρα ακολουθεί ή που καλείται να ακολουθή εφ’ εξής. Εάν δεν αποδειχθή το παρά του ιδίου του κατηγορουμένου ηθελημένον της παραπλανήσεως ταύτης, ο δράστης απαλλάσσεται της ποινής μόνο εάν έχη κατονομάσει τον ηθικό αυτουργό της προσηλυτιστικής του δραστηριότητος και ο τελευταίος καταδικασθή.
Ομοίως τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και με χρηματική ποινή από 1.000 έως και  100.000 ευρώ, και ο επιχειρών δολίως την διείσδυση στην συνείδηση ή την πεποίθηση ή την θέληση ετέρου, προκειμένου να επιτύχη επανειλημμένες πράξεις ή παραλείψεις αυτού σχετιζόμενες με αγορά ή πώληση προϊόντων ή υπηρεσιών από ή προς συγκεκριμένη επιχείρηση ή όμιλο επιχειρήσεων, ή με την παροχή από αυτόν εθελοντικής εργασίας, του δόλου συνισταμένου εις πράξεις ή παραλείψεις διά των οποίων επιχειρείται, ή και επιτυγχάνεται, η ηθελημένη παραπλάνησις του άλλου ως προς τις ιδιότητες των προς πώληση ή προς αγορά προϊόντων ή υπηρεσιών ή ως προς τον αληθινό σκοπό της εθελοντικής εργασίας.  

17. Ο προτείνων εις άλλον, δι’οιουδήποτε τρόπου, την τέλεση θρησκευτικής πρακτικής ή θρησκευτικής τελετουργίας, αποκρύπτοντας τον θρησκευτικό χαρακτήρα αυτών, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως μέχρι τριών ετών, εάν δε το θύμα είναι ανήλικος ή άτομο χαρακτηριζόμενο από ευάλλωτον της προσωπικότητός του κατά τον χρόνον της παραβάσεως, ή εάν ο δράστης είναι ιατρός ή εκπαιδευτικός ή πρόσωπο με το οποίο το θύμα έχει σχέση εμπιστοσύνης ή εξαρτήσεως, ή αν η παράβασις λαμβάνει χώραν διά μέσου μαζικής επικοινωνίας, τότε η ανωτέρω πράξις τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή ανερχομένη από 2.000 έως 100.000 ευρώ.    

18. Ο μετερχόμενος μεθοδεύσεις χειραγωγήσεως της προσωπικότητος άλλου - όπως ιδίως το ηθικό σφυροκόπημα του θύματος, ή ο εκβιασμός αυτού με απειλές αποκαλύψεων δήθεν ηθικών εκτροπών ή ποινικών παραβάσεων, ή η μαζική παραθρησκευτική χειραγώγηση με προπαγανδιστικές εκπομπές, ή και με δημοσιεύματα, διά των οποίων παραποιείται ηθελημένως η ιστορική αλήθεια ή το περιεχόμενο θρησκευτικών δογμάτων ή θρησκευτικών πρακτικών  - για την αποκόμιση κέρδους ιδικού του ή ετέρου, ή για την απόκτηση θρησκευτικής ή παραθρησκευτικής ή πολιτικής ή οικονομικής επιρροής, ιδικής του, ή άλλων προσώπων, ή οργανισμών (δημοσίων ή ιδιωτικών), επί του θύματος ή επί των θυμάτων, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή από 2.000 μέχρι 200.000 ευρώ. Εάν ο μετερχόμενος τις ανωτέρω μεθοδεύσεις προκύπτει ότι υπέπεσε στις ανωτέρω παραβάσεις κατ’ έντολήν αλλοδαπής πολιτείας, ή αλλοδαπών, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως τουλάχιστον δύο ετών και με χρηματική ποινή από 3.000 μέχρι 300.000 ευρώ. Των ποινών αυτών δύναται να απαλλαγή εάν κατονομάση τον αλλοδαπό ηθικό αυτουργό και ο τελευταίος είτε διωχθή ποινικώς, για την ηθική αυτουργία, και δικασθή όχι ερήμην, στην Ελλάδα, είτε καταδικασθή για την αυτή πράξη στο εξωτερικό. 

19. Ο χρησιμοποιών παραθρησκευτική επιρροή του επί του λαού ή μέρους αυτού, με την χρήση ιδικών του μέσων μαζικής επικοινωνίας, ή με την παρεμβολή δημοσιογράφων φιλικώς προς αυτόν προσκειμένων, με σκοπό την άσκηση με απόλυτο τρόπο πολιτικής ή οικονομικής ή θρησκευτικής εξουσίας επί του λαού ή επί κόμματος ή επί μελών θρησκείας, τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και με στέρηση των πολιτικών του δικαιωμάτων από τρία μέχρι οκτώ έτη. Παραθρησκευτική είναι η επιρροή που αποκτάται με χρήση μεθόδων χειραγωγήσεως προσώπων, ή με καταχρηστική μεθόδευση εμφυτεύσεως θρησκευτικών και φιλοσοφικών ιδεών ή συνθημάτων. Μέθοδοι χειραγωγήσεως προσώπων είναι τρόποι επιτεύξεως συγκεκριμένης συμπεριφοράς του άλλου μετά από παγίδευση της ελευθερίας της βουλήσεώς του, με επίκληση θρησκευτικών και εν γένει θεμελιωδών ιδεών ή με υποβολή εις τεχνικές θρησκευτικού χαρακτήρος όπως διαλογισμό, ενθουσιαστικές καταστάσεις ομάδος, βομβαρδισμός με εκδηλώσεις φαινομενικής αγάπης, κ.ο.κ. Καταχρηστική μεθόδευση εμφυτεύσεως θρησκευτικών και φιλοσοφικών ιδεών ή συνθημάτων υπάρχει όταν  θρησκευτικές και φιλοσοφικές ιδέες ή συνθήματα εμφυτεύονται στο υποσυνείδητο των ακροωμένων ή των θεατών, με μεθοδεύσεις περιορισμού της κριτικής τους σκέψεως, όπως ύπνωση, βομβαρδισμός εντυπώσεων, αποσταθεροποιητική της σκέψεως συνεχής κινδυνολογία, ενθουσιαστικές ομιλίες σε υποχρεωτικώς ακροωμένους, κ.ο.κ.  

20. ΔΙΚΛΕΙΔΑ ΑΣΦΑΛΕΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΕΚΦΡΑΣΕΩΣ: Ο καταγγέλλων άλλον για κάποια από τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις, εάν αποδειχθή ότι ο άλλος δεν έχει πράγματι διαπράξει αυτήν, και ότι ο καταγγέλλων το εγνώριζε, τιμωρείται με τις αυτές ποινές οι οποίες ως άνω προβλέπονται για τον κατηγορηθέντα αδίκως. Εάν αποδειχθή, απλώς, ότι ο καταγγέλλων ώφειλε ως εκ της επιστήμης του ή της ειδικεύσεώς του ή του επαγγέλματός του, να γνωρίζη ότι ο άλλος δεν έχει πράγματι διαπράξει τις ανωτέρω πράξεις ή παραλείψεις, τότε ο καταγγέλλων τιμωρείται με τις ως άνω ποινές, μειωμένες όμως κατά το ήμισυ. Ο καταγγέλλων δεν υπόκειται εις ουδεμία ποινή εάν το άστοχον της καταγγελίας του οφείλεται εις υποκειμενικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τον δράστη κατά την τέλεση της καταγγελθείσης αδίκου πράξεως και ο καταγγέλλων τα αγνοούσε δικαιολογημένα.

Όλα τα ανωτέρω απηχούν, όσο ακριβέστερα είναι τούτο δυνατόν, κλασσικά χρηστά ήθη της χριστιανικής Ευρώπης, δυτικής και ανατολικής, σε θέματα καταχρήσεως της ελευθερίας εκφράσεως. Συνεπώς, έχουν τα ανωτέρω και αξία de lege lata. Συγκεκριμένως, δύνανται να παράσχουν βάσεις για αγωγές αποζημιώσεως, όχι μόνο κατά ιδιωτών αλλά και κατά του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ. (άρ. 919 ΑΚ. σε συνδ. προς άρ.  914 επ. ΑΚ ή / και προς άρθρα 57 και 59  ΑΚ, ή προς άρθρα. 105 και 106 Εισ. Ν. ΑΚ). Κατά των τελευταίων, ήτοι κατά του Δημοσίου ή των ν.π.δ.δ.  δύνανται τα ανωτέρω να παράσχουν βάσεις για αγωγές αποζημιώσεως για πράξεις, ή παραλείψεις ή διοικητικές πρακτικές, οι οποίες προξενούν, ή συμβάλλουν αιτιωδώς  εις, τις προαναφερθείσες καταχρήσεις της ελευθερίας εκφράσεως :
Παράλειψη εποπτείας συνταγματικώς επιβεβλημένης ή προβλεπομένης από τον  νόμο ή επιβεβλημένης από τις αρχές της χρηστής διοικήσεως, παράνομη ή αντισυνταγματική μη θέσπιση αποτελεσματικών διαδικασιών, αντισυνταγματική ανοχή σε παράνομες καταστάσεις στα ΜΜΕ, αντίθετος εις τις αρχές της  χρηστής διοικήσεως  επιβολή, συστηματικώς, μη αποτρεπτικών της παρανομίας των ΜΜΕ προστίμων, κ.ο.κ.
Καθ’ όσον, το παράνομον πλήττει κάθε κατάχρηση της ελευθερίας εκφράσεως, και δεν είναι επιτρεπτό να μετέχουν εις το εν λόγω παράνομον, ούτε καν νομότυπα με την ανοχή τους , το Δημόσιο ή τα ν.π.δ.δ., όταν οι καταχρήσεις της ελευθερίας εκφράσεως λόγω του μεγέθους τους ή της ποιότητός τους καταλαμβάνουν τον χώρο της δημοσίας εκφράσεως κυριαρχικώς ή καταλυτικώς.   

Πολλά προβλήματα καταχρήσεων της ελευθερίας λόγου και εκφράσεως, με την μετατροπή τους από νομικά θέματα συσταθμίσεως αγαθών και δικαιωμάτων, εις αμιγώς πολιτικά μεγέθη και δη εις δόγματα πολιτικού καθωσπρεπισμού, αποτελματώνονται. Αντί να αντιμετωπισθούν βάσει της φύσεως των πραγμάτων και της χριστιανικής ανθρωπολογίας, γίνονται απλώς αφορμή για την θεωρητική και εκτονωτική «ευαισθητοποίηση όλων μας». Το πολύ, συντάσσεται και κάποιος ευλησμόνητος κώδικας δεοντολογίας.
Η πανταχόθεν όμως  καταγγελλόμενη λερναία ύδρα της «διαπλοκής», που αρχίζει πλέον να νεκρώνη ως γάγγραινα όχι μόνο τον κρατικό μηχανισμό αλλά και όλον τον κοινωνικό ιστό, αφού όλοι και όλα, ολοένα και περισσότερο καλούνται, να μετέχουν στο διαρκές ψεύδος με τον ένα ή τον άλλο τρόπο (βλ/τε, π.χ., πώς «αναπτύχθηκαν» τα Ζωνιανά), δεν αντιμετωπίζεται με απλές ρομαντικές  ευαισθητοποιήσεις, ούτε αντιμετωπίζεται επαρκώς με κατασταλτικούς ή προληπτικούς μηχανισμούς αστυνομεύσεως.
Η λερναία ύδρα της διαπλοκής και το ψεύδος που την τροφοδοτεί και την διαιωνίζει, αντιμετωπίζονται ουσιαστικώς, κυρίως: α) με κλασσική νομική παιδεία, και δη με χριστιανικά θεμέλια, β) με ανδρείο φρόνημα προστασίας της Res Publica και γ) με την κρίσιν «αγαθού ανδρός» στα κοσμοθεωριακά θέματα όπως αυτό της ελευθερίας εκφράσεως, «αγαθού ανδρός» δυστυχώς δυσεύρετου και σχεδόν λιθοβολουμένου σε αυτή την νέα εποχή  πνευματικής συγχύσεως, του και πάλιν αυτονομουμένου έναντι του Θεού ανθρώπου.

Διά τούτο και διατυπώνουμε και πάλι τη γνώμη μας ότι: Σε κοσμοθεωριακά θέματα, ο αναιρετικός έλεγχος των αποφάσεων των κατωτέρων δικαστηρίων δεν πρέπει να είναι ενδελεχής έλεγχος ορθής ή μη κατανοήσεως και ερμηνείας των αορίστων νομικών εννοιών και πλήρης έλεγχος υπαγωγής εις αυτές του πραγματικού της υποθέσεως, αλλά οριακός έλεγχος της ανεπαρκείας της αιτιολογίας της αποφάσεως, σύμφωνα με την χριστιανική ανθρωπολογία και κοσμοθεωρία της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Καθ’ όσον, σε κοσμοθεωριακά θέματα, καμία απόφαση δεν μπορεί να είναι πλήρως αιτιολογημένη, αφού αν αλλάξη κανείς πνευματικό θεμέλιο, η απόφαση ευρίσκεται πάσχουσα κατά την αιτιολογία της, η δε ερμηνεία κοσμοθεωριακών εννοιών και η κρίση περί του εάν υπάγονται εις αυτήν τα συγκεκριμένα πραγματικά περιστατικά, και πάλι προϋποθέτουν κάποια κοσμοθεωριακή βάση.
Αν δε ως τέτοια βάση εκληφθή ο ορθός λόγος και όχι η συνείδηση του δικαστού με την χριστιανική ανθρωπολογία και κοσμοθεωρία της, αναιρείται ό,τι ο κόσμος δεν δύναται να προσλάβη από την θεία αποκάλυψη, και ο κόσμος αποχριστιανίζεται. Τούτο, δηλαδή η αναίρεση των χριστιανικών απαντήσεων στα κοσμοθεωριακά θέματα, διά της χρήσεως του ορθού λόγου και μόνον, ή διά της λειτουργίας της τυχόν μη δεχομένης τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό συνειδήσεως του δικαστού, συμβαίνει, μετά Χριστόν, σε κάθε θέμα στο οποίο διακυβεύεται η ανέλιξη ή η έκπτωση των όντων, σε σχέση με την αληθινή φύση τους, ή η ανέλιξη ή η έκπτωση και του ιδίου του ανθρώπου σε σχέση με την αληθινή φύση του, την κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν ανθρωπότητά του.
Τέτοιο θέμα που διακυβεύει την πορεία του ανθρώπου σε σχέση με την αληθινή φύση του, είναι και η καλή ή η κακή χρήση της ελευθερίας του λόγου του.
Επομένως, η συγκεκριμενοποίηση της νομολογίας σε θέματα ελευθερίας εκφράσεως δεν πρέπει ποτέ να είναι πλήρως συγκεντρωμένη, ή ενοποιούμενη, σε κάποια ανώτατα Δικαστήρια, αλλά πρέπει να είναι, πάντα, σε σημαντικότατο βαθμό αποκεντρωμένη.
Πρέπει δηλαδή σε θέματα ελευθερίας εκφράσεως και εν γένει σε κοσμοθωριακά θέματα, να παρέχονται ευρέα περιθώρια ελευθερίας ουσιαστικής κρίσεως των κατωτέρων δικαστών ως αρμοδίων. Αλλά πρέπει και να παρέχεται εν τέλει άνωθεν ένα ευρύ ορθόδοξο χριστιανικό πλαίσιο στην νομολογία, και δι’ αυτής στο κράτος και στην κοινωνία, άλλοτε με πνεύμα περισσότερο αυστηρό άλλοτε με πνεύμα «οικονομίας» και επιεικείας – πότε το ένα και πότε το άλλο, είναι θέμα όχι αυθαιρεσίας ούτε αυτοματισμού, αλλά πνευματικής διακρίσεως και καλλιεργείας στην αρετή. Έτσι, γίνεται σεβαστή η διαμόρφωση αξιών από την κοινωνία εκ των κάτω, χωρίς να απόλυται η υπό των πλέον αξίων πρόσδοση πλαισίου αληθώς ορθοδόξων χριστιανικών κατευθύνσεων στις λύσεις που άπτονται των θεμελίων της κρατικής ιδεολογίας. Περισσότερο δημοκρατική, ανοικτή, ανεκτική και συγχρόνως αξιοκρατική και σεβαστική του ανθρώπου κρατική ιδεολογία, δεν υπάρχει.

Υπό αυτό το πρίσμα κάμπτεται και η φαινομενική αυστηρότητα των ανωτέρω «ρυθμίσεων», οι οποίες, εισαγόμενες τυχόν εις έννομη τάξη, παρέχουν πιστεύουμε, το πλεονέκτημα ότι έχουν ισχυρή δυναμική διαπαιδαγωγήσεως, πείθουν εις συμμόρφωση με μόνο το ενδεχόμενο να τύχουν εφαρμογής, και άρα σύντομα μετά από την τυχόν θέσπισή τους, με την ανωτέρω ή με όμοια μορφή, η συμμόρφωση εις αυτές θα γίνεται ολοένα και περισσότερο οικειοθελώς.

3 σχόλια:

  1. "Ο καταγγέλλων δεν υπόκειται εις ουδεμία ποινή εάν το άστοχον της καταγγελίας του οφείλεται εις υποκειμενικά στοιχεία που χαρακτήριζαν τον δράστη κατά την τέλεση της καταγγελθείσης αδίκου πράξεως και ο καταγγέλλων τα αγνοούσε δικαιολογημένα."

    Δηλ. ο δραστης μπορει να ειχε παντελη ελλειψη στοιχειωδους γνωσης των δεδομενων,αλλα ομιλουσε εκ πεποιθησεως και μονον και ως εκ τουτου διεπραττεν αδικημα μη εχοντας επιγνωση περι τουτου...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Νομίζω ὅτι, ὁποιος πεῖ "νομίζω ὅτι ἴσως τά πράγματα εἶναι ἔτσι..." δέν ἀδικεῖ κανέναν. Ἄν ὅμως πεῖ ("ἐκ πεποιθήσεως"), ὅτι τά πράγματα εἶναι ἔτσι...., ἐνῶ ἀγνοεῖ τήν πραγματικότητα ἀδικαιολόγητα, βεβαίως ψεύδεται. Δέν λέει ἁπλῶς τί νομίζει: Διαβάλλει, παραπλανᾶ, ἀνοητολογεῖ καί ἐμβάλλει ἔτσι μέ ἀνοησίες σέ σοβαρή ἀνησυχία ἄλλους, κ.ο.κ.
      Τότε, ὅποιος δέν ἔχει ἐπίγνωση τοῦ τί λέει, καί τό λέει ἐλαφρᾶ τῆ καρδία, ἐπειδή τό ..."πιστεύει", .....φέρει εὐθύνη, ἀφοῦ δέν πρόσεξε καί γι'αὐτό ἀδικαιολόγητα ἀγνοοῦσε τήν πραγματικότητα, τό τί γνώριζε ὁ δράστης κλπ. καί ὅμως μίλαγε λές καί γνώριζε!

      Διαγραφή
  2. Τι καλά που θα ειμασταν σ αυτον τον τόπο αν όλοι οι πρώην ελεγαν αυτά που λένε αλλά όταν ήταν νυν?
    Εξασφάλιση και καριερα μπροστα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Υφίσταται μετριασμός των σχολίων.

- Παρακαλούμε στα σχόλια σας να χρησιμοποιείτε ένα όνομα ή ψευδώνυμο ( Σχόλια από Unknown θα διαγράφονται ).
- Παρακαλούμε να μη χρησιμοποιείτε κεφαλαία γράμματα στη σύνταξη των σχολίων σας.